-
1 разность
1. (различие) η διαφορά 2. мат. η διαφοράРусско-греческий словарь научных и технических терминов > разность
-
2 градус
1. (угловой) η μοίρα (της γωνίας, του τόξου) 2. (температурный) о βαθμός 3. (единица измерения плотности жидкости, крепости спирта) о βαθμός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > градус
-
3 изменение
η αλλαγή, η μεταβολή, η μετατροπή, η τροποποίηση- во времени - στο χρόνο, χρονική -- в цене (торг.фин.) - τιμής- знака - σήμα-τος/συμβόλου- цен (торг.фин.) - των τιμώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > изменение
-
4 παρ-ελαύνω
παρ-ελαύνω (s. ἐλαύνω), daneben vorbei- od. vorübertreiben, u. mit ausgelassenem ἅρμα, ἵππον u. dgl. scheinbar intrans., vorbeifahren, -reiten; τάχα παρελάσσεις, Il. 23, 427, vgl. 382, mit dem Wagen überholen u. so im Wettlauf überwinden, wie οἴοισίν μ' ἵπποισι παρήλασαν Ἀκτορίωνε ib. 638; Τρηχῖνα παρελαύνω, ich fahre nach Trachis hin, Hes. Sc. 353; νηῒ παρήλασε, er segelte vorbei, Od. 12, 186; u. so ἐπειδὴ τάς γε παρήλασαν 12, 197; ἐναντίω δύ' ἅρματε ὑπὸ τοῦ πλάτους ἂν παρελασαίτην, Ar. Av. 1129; u. in Prosa, παρελαύνων ἐφ' ἅρματος, vorbeifahrend, worauf folgt ἐπεὶ δὲ πάντας παρήλασε, Xen. An. 1, 2, 16, der auch ἵππον dazu setzt, παρελαύνων τὸν ἵππον εἰς τὸ πρόσϑεν, Cyr. 7, 3, 54; auch = vorrücken, παρελῶντας ἐπὶ τοὺς πολεμίους Hipparch. 8, 21, u. Sp., die auch wie Arat. 675 das nel. so brauchen; bei Theocr. 5, 89. 8, 73 schwankt die Lesart zwischen παρελεῦντα, παρελᾶντα u. παρελῶντα.
-
5 δεξιον
τό чаще pl. правая сторона(τοῦ πλάτους Arst.)
ἐπὴ (τὰ) δεξιά Hom., Her., ἐπὴ δεξιόφιν Hom., πρὸς δεξιά Her. — и εἰς δεξιά или τὰ ἐπὴ δεξιά Plat. направо, вправо;ἐκ и ἀπὸ τῶν δεξιῶν Plat., Arst., Plut. — справа;ἐν τοῖς δεξιοῖς Arst. — на правой стороне -
6 καταμετρητικος
-
7 уровня
мат. - στάθμης- электропередачи (ЛЭП) ηλεκτρική -, ηλεκτροφόρα -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уровня
-
8 перешивка пути
(ж-д.) 1. (ремонт) η αλλαγή καρφιών της σιδηροδρομικής τροχιάς 2. (переход на другую ширину колеи) η αλλαγή του πλάτους (της σιδηροδρομικής γραμμής).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перешивка пути
-
9 amplitude ratio
French\ \ rapport d'amplitudeGerman\ \ AmplitudenverhältnisDutch\ \ amplitude-ratioItalian\ \ rapporto di ampiezza (dell'oscillazione)Spanish\ \ razón de amplitudCatalan\ \ raó d'amplitudPortuguese\ \ razão de amplitudesRomanian\ \ -Danish\ \ aplitudekvotientNorwegian\ \ ampityde kvoteSwedish\ \ amplitudkvotGreek\ \ λόγου του πλάτουςFinnish\ \ amplitudisuhdeHungarian\ \ amplitúdó arányTurkish\ \ genişlik oranı; genlik oranıEstonian\ \ amplituudsuheLithuanian\ \ amplitudės koeficientasSlovenian\ \ razmerje amplitudPolish\ \ iloraz amplitudRussian\ \ амплитудное отношениеUkrainian\ \ відношення амплітудSerbian\ \ -Icelandic\ \ -Euskara\ \ anplitude erlazioaFarsi\ \ nesb te dam nePersian-Farsi\ \ -Arabic\ \ نسبة سعة الذبذبةAfrikaans\ \ amplitudeverhoudingChinese\ \ 幅 比Korean\ \ 진폭 비 -
10 σελίς
A cross-beam of stone in ceiling-construction, IG12.374.58, al., 42(1).103.163, al. (Epid., iv B.C.), SIG244i39 (Delph., iv B.C.).2 junction, cross-piece left unexcavated in excavationworks,διαλείπων σελίδας δι' ὅλου τοῦ πλάτους PPetr.3p.124
(iii B.C.).3 block or sector of seats in a theatre, BMus.Inscr.481*. 157,440 (Ephesus, i A.D.), Phryn.PS p.108 B.: pl., theatre seats, JHS22.123 ([place name] Pisidia).II column of writing in a papyrus-roll,σελίσων κανόνισμα φιλόρθιον AP6.295
(Phan.); σελίδων σημάντορα πλευρῆς, of a lead pencil, ib 62 (Jul.);κολλήματα σε, σελίδες ρλζ PHerc.1414
(Riv.Fil.37.361);ἀρχόμενος πρώτης σελίδος Batr.1
, cf. LXX Je.43 (36).23, Plb.5.33.3, AP6.227 (Crin.), 7.117 (Phil.), 594 (Jul.), al., Sammelb. 5217.10 (ii A.D.), PFlor.297.438, al. (vi A.D.): more generally, writing, page, freq. in pl.,Σαπφῷαι.. σελίδες Posidipp.
ap. Ath.13.596d;σελίδες Μουσῶν CIG2237
([place name] Chios): sg.,σ. Ἰλιάδος AP7.138
(Acerat.); Ὁμηρείη ς. App.Anth.3.186.2 = πτυχίον, καταβατὸν βιβλίου, Hsch.b ἐν τοῖς βιβλίοις,= τὰ μεταξὺ τῶν παραγραφῶν, Id. s.v. σελίδες; the unwritten space between two καταβατά, Suid. -
11 широтный
:.%. του γεωγραφικού πλάτους. -
12 искажение
η παραμόρφωσ/ηбочкообразное - (тлв.) βαρε-λοειδής --кадра (тлв.) - εικόναςфазочастотное - των φάσεων/συχνοτήτων- формы - της μορφής/φόρμαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > искажение
-
13 корректор
1. (устройство) το όργανο διόρθωσης 2. (издательский работник) о διορθωτής, о επιμελητής κειμένου.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > корректор
См. также в других словарях:
φυλλοξήρα του αμπελιού — (phylloxera vastatrix ή peritymbia vitifolii). Έντομο της οικογένειας των φυλλοξηριδών. Έως το 1863 το παράσιτο αυτό της αμπέλου είχε παρατηρηθεί μονό στην Αμερική. Την εποχή εκείνη εισήλθε στην Ευρώπη με τα μοσχεύματα αμερικανικών αμπελιών που… … Dictionary of Greek
Καράμπαμπα, κάστρο του- — Κάστρο στην κορυφή του ομώνυμου λόφου, ο οποίος βρίσκεται στο βοιωτικό τμήμα της Χαλκίδας και ταυτίζεται με τον Κάνηθο των αρχαίων. Στη νότια πλαγιά του λόφου βρίσκεται τουρκική κρήνη, γνωστή με την ονομασία η βρύση του Καράμπαμπα. Το κάστρο… … Dictionary of Greek
Νίμπρου, φαράγγι του- — Βαθιά και απόκρημνη χαράδρα, μήκους περίπου 7 χλμ. και πλάτους έως 2 μ., κοντά στο χωριό Νίμπρος (ή Ίμπρος και Ίμβρος), στα Σφακιά της Κρήτης. Το ύψος των κάθετων τοιχωμάτων του φτάνει τα 300 μ. Το φ. του Ν είναι ένα από τα πιο επιβλητικά… … Dictionary of Greek
Φοίνικα, Νησιά του- — (Phoenix Islands). Αρχιπέλαγος του Ειρηνικού ωκεανού, στην Πολυνησία, μεταξύ 3° και 5° νότιου πλάτους και 170° και 175° δυτικού μήκους· αποτελείται από οχτώ μαδρεπορικά νησιά, από τα οποία έξι, και για την ακρίβεια τα Φοίνιξ, Μπίρνι, Γκάρντνερ (ή … Dictionary of Greek
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
Ειρηνικός ωκεανός — (αγγλ. Pacific Ocean). Θαλάσσια έκταση (166.000.000 τ. χλμ, 180 εκατ. τ. χλμ. μαζί με τις εσωτερικές συνεχόμενες θάλασσες) που εκτείνεται από τις αρκτικές έως τις ανταρκτικές περιοχές. Είναι ο μεγαλύτερος σε βάθος και έκταση ωκεανός της υδρογείου … Dictionary of Greek
κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
ενισχυτής — Συσκευή με την οποία επιτυγχάνεται η αύξηση του πλάτους ενός ηλεκτρικού σήματος ή, γενικότερα, μιας πληροφορίας ή εντολής. Ανάλογα με τον τύπο της πληροφορίας που πρόκειται να ενισχυθεί και τον προορισμό του σήματος εξόδου, υπάρχουν διάφορες… … Dictionary of Greek